- φιλόστροφος
- -ον, Α1. αυτός που τού αρέσει η αλλαγή, η ποικιλία2. αυτός που αγαπά την επιστροφή σε έναν τόπο, νοσταλγός3. (για σύμπτωμα) αυτός που υποτροπιάζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + στρόφος (< στρέφω), πρβλ. πολύ-στροφος].
Dictionary of Greek. 2013.